ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ

«… ένα σφουγγάρι, μου είπε έβλεπε, ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ ότι συνήθως.

Αν και ήξερε τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’ αφήσει. Aμολύθηκε, και αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε, εντούτοις, κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.

Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτουνταν σε ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο και αυτό στον ήλιο και στον αγέρα.

Και γιατί το κανες αυτό; Αφού, κανένας απολύτως δεν σ’ έβλεπε, γιατί το κανες; του φώναξα.

Μα για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: εσύ τι ξέρεις από αυτά; εσένα τα γράμματα σε έχουνε άσχημα δαμάσει».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ)