«Κάποιος προσκυνητής, κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη Σαρτρ, συνάντησε στο δρόμο του ένα κατάκοπο άνθρωπο που έσπαγε πέτρες. Πλησιάζει και τον ρωτάει:
Τι κάνεις εδώ πέρα;
Μα δεν βλέπεις; Σπάω πέτρες. Είναι σκληρή δουλειά, πονάει η πλάτη μου, διψάω, σκάω από τη ζέστη…»
Συνεχίζει πιο κάτω και βλέπει έναν άλλον που έσπαγε και αυτός πέτρες, αλλά έδειχνε πιο ευδιάθετος.
Τι κάνεις εσύ εδώ; τον ρωτά.
Βγάζω μεροκάματο. Σπάω πέτρες, δεν βρήκα καλύτερη δουλειά από αυτήν, αλλά είμαι ευχαριστημένος, γιατί έχω ολόκληρη οικογένεια που πρέπει να θρέψω.
Συνεχίζει το δρόμο του και συναντά ένα τρίτο άνθρωπο που έσπαγε πέτρες και το πρόσωπό του έλαμπε.
Τι κάνεις εδώ; Ρωτά ο προσκυνητής.
Εγώ κύριε μου, χτίζω ένα ναό.
Καταλαβαίνεις, όταν έχουμε κατά νου να χτίσουμε ένα ναό, δεν σπάμε τις πέτρες με τον ίδιο τρόπο.
(Από μια μικρή ιστορία του Γάλλου συγγραφέα Σαρλ Πεγκί, που τη μετέφερε σε συνέντευξή του ο ψυχίατρος-ηθολόγος Boric Cyrulnik.)